- κατέστρωσαν
- κατά , εἰσ-τιτρώσκωwoundaor ind act 3rd pl (homeric ionic)κατά-στόρεννυμιaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Δρίβας — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Κορινθία. 1. Αντώνιος. Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις. 2. Ματθαίος. Αδελφός του προηγούμενου. Πολέμησε υπό τις διαταγές των Νοταραίων. 3. Νικόλαος. Πολέμησε στα Δερβενάκια, στα Τρίκορφα κ.α.… … Dictionary of Greek
Κλυταιμνήστρα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Τυνδάρεω και της Λήδας, αδελφή της Ελένης και των Διόσκουρων και σύζυγος του Αγαμέμνονα, με τον οποίο απέκτησε τη Χρυσόθεμη, την Ηλέκτρα, την Ιφιγένεια και τον Ορέστη. Όταν ο Αγαμέμνονας απουσίαζε στην Τροία η… … Dictionary of Greek
Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος — (Ραμαβούνι Μεσσηνίας 1770 – Αθήνα 1843). Αγωνιστής του 1821. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών εγκατέλειψε την Αλωνίσταινα, όπου έμενε τότε, προσχωρώντας στην ομοσπονδία που είχε ιδρύσει ο Ζαχαριάς. Οι πρώτες σημαντικές μάχες του με τους Τούρκους… … Dictionary of Greek
Λασσάνης, Γεώργιος — (Κοζάνη 1793 – Αθήνα 1870). Λόγιος, Φιλικός και πολιτικός. Σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία στη Λειψία. Το 1818 ταξίδεψε διαδοχικά στην Πέστη της Ουγγαρίας και στη Μόσχα, για να καταλήξει στην Οδησσό, όπου εργάστηκε αποδοτικά ως δάσκαλος στην… … Dictionary of Greek
Παπαζώλης, Γεώργιος — (Σιάτιστα περ. 1725 26 – Πάρος; 1770;). Έλληνας στρατιωτικός και πατριώτης. Σπούδασε στα σχολεία της ιδιαίτερης πατρίδας του και ασχολήθηκε με το εμπόριο, μάλλον χωρίς επιτυχία, στην κεντρική Μακεδονία και αργότερα στη Ρωσία. Κατατάχτηκε στο… … Dictionary of Greek
δαιμονικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δαίμονα, διαβολικός, σατανικός: Το σχέδιο που κατέστρωσαν είναι δαιμονικό. 2. το ουδ. ως ουσ., δαιμονικό ο διάβολος, το ξωτικό, το στοιχειό: Πίστευε πως τα μεσάνυχτα βγαίνουν τα δαιμονικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)